15 ερωτήσεις – απαντήσεις για τις εισφορές των ελεύθερων επαγγελματιών

Οι εισφορές που θα πληρώσουν το 2017 οι επαγγελματίες
9 Ιανουαρίου 2017
Αυτές είναι οι αποδείξεις που θα «χτίζουν» το αφορολόγητο – Υπουργική απόφαση για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές
13 Ιανουαρίου 2017

Μια σύνοψη των όσων μέχρι τώρα έχουν γίνει γνωστά με τις εγκυκλίους του Υπoυργείου Εργασίας σχετικά με την ασφάλιση των ελεύθερων επαγγελματιών από 1.1.2017, κάνει η επιστημονική ομάδα του taxheaven.

Σήμερα ή το αργότερο την Τρίτη αναμένεται και η έκδοση της εγκυκλίου για τα «μπλοκάκια» καθώς τα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν είναι πολλά και ο κόσμος αγωνιά για το τι θα πληρώσει στο τέλος του μήνα.

Αναφέρονται συγκεκριμένα παραδείγματα και παρατίθενται πίνακες με τις εισφορές.

Αναλυτικά οι ερωτήσεις – απαντήσεις:

1. Ποιοι θεωρούνται ελεύθεροι επαγγελματίες υπόχρεοι καταβολής ασφαλιστικών εισφορών σύμφωνα με το άρθρο 39 του ν.4387/2016

Όλοι οι ελεύθεροι επαγγελματίες ασφαλισμένοι του ΟΑΕΕ (και επομένως και των ενταχθέντων σε αυτόν Ταμείων) ανεξάρτητα του χρόνου υπαγωγής τους στην ασφάλιση.

Στους ελεύθερους επαγγελματίες περιλαμβάνονται – όπως άλλωστε ρητά αναφέρεται και στις Καταστατικές διατάξεις του τέως ΟΑΕΕ – σύμφωνα με την παρ.7 του άρθρου 39 και:

τα μέλη ή μέτοχοι οργανισμών, κοινοπραξιών ή κάθε μορφής εταιρειών, πλην ανωνύμων και ΙΚΕ, των οποίων ο σκοπός συνιστά δραστηριότητα για την οποία τα ασκούντα αυτήν πρόσωπα υπάγονται στην ασφάλιση του ΟΑΕΕ,

τα μέλη του ΔΣ των ΑΕ με αντικείμενο επιχειρήσεως επαγγελματική ή εμπορική ή βιοτεχνική δραστηριότητα σε όλη την επικράτεια, εφόσον είναι μέτοχοι με ποσοστό 3% τουλάχιστον

οι μέτοχοι των ΑΕ, των οποίων ο σκοπός είναι η μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων με κόμιστρο, με ΔΧ αυτοκίνητα, εφόσον είναι κάτοχοι ονομαστικών μετοχών και

οι διαχειριστές των ΙΚΕ, καθώς και ο μοναδικός εταίρος μονοπρόσωπης ΙΚΕ.

Οι ασφαλισμένοι του τέως ΤΑΝΠΥ που ασκούν ελεύθερο επάγγελμα

Οι ασφαλισμένοι του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και του ΕΤΑΠ-ΜΜΕ οι οποίοι, σύμφωνα με την παρ. 18 του άρθρου 39 (όπως αναριθμήθηκε με το άρθρο δεύτερο παρ. 6β του ν.4393/2016), κρίνονται ως μη μισθωτοί.

2. Βάση υπολογισμού ασφαλιστικών εισφορών

Η βάση υπολογισμού των πόσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών των υπόχρεων καταβολής εισφορών που υπάγονται στο άρθρο 39 του Ν. 4387/2016, καθορίζεται με βάση το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα από την άσκηση δραστηριότητας κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος.

Ως καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα, νοείται το ποσό όπως αυτό κατ’ έτος διαμορφώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, όπως ισχύει κάθε φορά, και αντιστοιχεί στο φορολογητέο εισόδημα από τη δραστηριότητα ή την ιδιότητα που δημιουργεί την υποχρέωση υπαγωγής στην ασφάλιση.

Συνεπώς, για τον καθορισμό του μηνιαίου εισοδήματος επί του οποίου θα υπολογιστούν οι ασφαλιστικές εισφορές λαμβάνεται το εισόδημα από την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας για την οποία προκύπτει υποχρέωση ασφάλισης στον ΕΦΚΑ, κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος, όπως το εισόδημα αυτό καθορίζεται με τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, αναγόμενο σε 12μηνη βάση.

Για τον καθορισμό της μηνιαίας βάσης υπολογισμού συνυπολογίζονται τυχόν ποσά που έχουν καταβληθεί με δελτίο επαγγελματικής δαπάνης.

Μέλη ΟΕ – Ειδικά για τα μέλη των προσωπικών εταιρειών ως ετήσιο εισόδημα που αποτελεί τη βάση υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών είναι εκείνο που προκύπτει από το γινόμενο του πολλαπλασιασμού των συνολικών κερδών της εταιρείας επί του ποσοστού συμμετοχής εκάστου μέλους σε αυτήν. Σε περίπτωση ζημιών ή μηδενικών κερδών, τα μέλη των προσωπικών εταιρειών καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές επί του προβλεπόμενου κατωτάτου ορίου μηνιαίου εισοδήματος.

Κατώτατο όριο

Εάν η βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών είναι μικρότερη του ποσού των 586,08 (κατώτατος βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών) ως μηνιαία βάση υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών λαμβάνεται το ποσό αυτό.

Επί του ανωτέρω ποσού (€586,08) καταβάλλονται ασφαλιστικές εισφορές και στην περίπτωση μελών προσωπικών εταιρειών που εμφανίζουν ζημίες ή μηδενικά κέρδη από την άσκηση της δραστηριότητας.

Το κατώτατο όριο εισφορών έχει εφαρμογή και για τα πρόσωπα που για πρώτη φορά από την έναρξη ισχύος του ν.4387/2016 και εφεξής αποκτούν ιδιότητα ή προβαίνουν σε έναρξη εργασιών ή δραστηριοτήτων. Συγκεκριμένα καταβάλλουν μηνιαία εισφορά που αντιστοιχεί στο κατώτατο όριο εισφορών από τον πρώτο μήνα έναρξης εργασιών έως τον τελευταίο μήνα του έτους.

Παράδειγμα: Ελεύθερος επαγγελματίας ο οποίος υπάγεται στην ασφάλιση του ΕΦΚΑ σύμφωνα με τις καταστατικές διατάξεις του ΟΑΕΕ, όπως αυτές ίσχυαν κατά την έναρξη ισχύος του ν.4387/2016, έχει μηνιαίο εισόδημα με βάση το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα του προηγούμενου φορολογικού έτους μικρότερο του ποσού των €7.032,96 (€586,08 x 12).
Συνεπώς ο εν λόγω ασφαλισμένος καταβάλλει μηνιαία εισφορά κλάδου σύνταξης, ύψους €117,22 (€586,08 x 20%).
Εφόσον το εισόδημά του υπερβεί το ποσό των 7.032,96 ευρώ θα καταβάλλει εισφορά επί του πραγματικού εισοδήματος, όπως καθορίζεται ανωτέρω.

3. Βάση υπολογισμού εισφορών δικηγόρων σε αναστολή άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας

Στο ίδιο ύψος διαμορφώνεται η βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών για τους δικηγόρους που βρίσκονται σε αναστολή άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας και για τους υγειονομικούς που απασχολούνται χωρίς αμοιβή της παρ. 4 του άρθρου 18 του ν. 3232/2004.

H παρ. 4 του άρθρου 18 του ν. 3232/2004 για τους υγειονομικούς ορίζει : Στην ασφάλιση του Τ.Σ.Α.Υ. υπάγονται υποχρεωτικά και οι πτυχιούχοι υγειονομικοί, που είναι εταίροι ομόρρυθμης εταιρείας, ετερόρρυθμης εταιρείας, εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης και μέλη διοικητικών συμβουλίων ανωνύμων εταιρειών με αντικείμενο ιατρικές, οδοντιατρικές, φαρμακευτικές, κτηνιατρικές και χημικές εργασίες, καθώς επίσης και υγειονομικοί που είναι εταίροι ή μέτοχοι εταιρειών ιδιωτικών φορέων πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας του Π.Δ.84/2001 (ΦΕΚ 70 Α’), εφόσον σε όλες αυτές τις περιπτώσεις προσφέρουν τις υγειονομικές τους υπηρεσίες στο νομικό πρόσωπο της εταιρείας, χωρίς αμοιβή. Η παροχή των υγειονομικών υπηρεσιών τους αποδεικνύεται με βεβαίωση του νομικού προσώπου της εταιρείας.
Στην ασφάλιση του Ταμείου υπάγονται υποχρεωτικά:
α) Οι απασχολούμενοι σε ερευνητικά προγράμματα πανεπιστημίων, νοσοκομείων ή άλλων ιδρυμάτων.
β) Οι συμμετέχοντες σε μεταπτυχιακές σπουδές είτε ως υπότροφοι είτε χωρίς αμοιβή.
γ) Όσοι υγειονομικοί κάνουν πρακτική άσκηση για λήψη άδειας άσκησης επαγγέλματος χωρίς αμοιβή.
δ) Οι απασχολούμενοι ως σύμβουλοι επιχειρήσεων ή οργανισμών σε θέματα ειδικότητας τους, εφόσον η σχέση τους δεν είναι εξαρτημένη.
ε) Οσοι έχουν επιχειρήσεις εμπορίας ή εισαγωγής ειδών ή παροχής υπηρεσιών συναφών με το υγειονομικό επάγγελμα.
στ) Οι απασχολούμενοι σε μη κυβερνητικές οργανώσεις εντός ή εκτός Ελλάδας άνευ αμοιβής.

Τα ανωτέρω πρόσωπα υποχρεούνται στην καταβολή των εισφορών του ελευθέρως ασκούντος το επάγγελμα υγειονομικού και για όλους τους κλάδους ασφάλισης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 76 του Ν.2676/1999. Στην περίπτωση αυτή δεν καταβάλλεται η εισφορά που προβλέπεται από τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 4, καθώς και της παρ. 1 του άρθρου 14 του Ν.982/1979, όπως ισχύουν.
Σε περίπτωση που οι κατά τα άνω υγειονομικοί μετέχουν σε περισσότερες από μια εταιρείες ή συντρέχει και άσκηση ελευθερίου επαγγέλματος, καταβάλλουν στο Τ.Σ.Α.Υ. μια φορά την ανωτέρω εισφορά.
Οι υγειονομικοί, που εμπίπτουν στην παρούσα ρύθμιση και έχουν καταβάλλει μέχρι την έναρξη ισχύος του άρθρου αυτού τις εισφορές του ελευθέρως ασκούντος το επάγγελμα, συνεχίζουν κανονικά την ασφάλιση τους. Όσοι από τα ανωτέρω πρόσωπα έχουν ασφαλισθεί ως έμμισθοι, θεωρείται ότι καλώς εχώρησε η ασφάλιση τους, οι δε ασφαλιστικές εισφορές δεν επιστρέφονται.
Οσοι από τους ανωτέρω υγειονομικούς δεν έχουν ασφαλιστεί στο Ταμείο μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, μπορούν να ζητήσουν την ασφάλιση τους αναδρομικά, με αίτηση, μέσα σε προθεσμία δύο (2) ετών από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, καταβάλλοντος τις εισφορές που ισχύουν κατά την ημερομηνία εξόφλησης της οφειλής τους, χωρίς την επιβολή πρόσθετων τελών».

4. Στο κατώτερο πλαφόν οι εισφορές για όσους ασφαλισμένους δεν υπάρχει πληροφόρηση λόγω μη υποβολής δήλωσης εισοδήματος.

Σε περίπτωση μη υποβολής εκ μέρους του υπόχρεου φορολογικής δήλωσης, οι οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται προσωρινά επί της βάσης της ανωτέρω παραγράφου, έως ότου καταστεί δυνατός ο εντοπισμός του φορολογητέου εισοδήματος κατά την έννοια της παρ. 2 της παρούσας.

Ανώτατο πλαφόν

Εάν η βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών είναι μεγαλύτερη του ποσού των 5860,80 (δεκαπλάσιο του κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών) , ως μηνιαία βάση υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών λαμβάνεται το ποσό αυτό. Δηλαδή 5860,80 ευρώ.

5. Πολλαπλή ασφάλιση με εισόδημα και από μισθωτή εργασία

Στις περιπτώσεις που κάποιο από τα πρόσωπα που υπάγονται στην ασφάλιση του άρθρου 39 (ελ.επαγγελματίες, μέλη κοινοπραξιών, μέλη ΔΣ με ποσοστό άνω του 3%, διαχειριστές ΙΚΕ, εταίρος μονοπρόσωπης ΕΠΕ κλπ) καταβάλλει ασφαλιστικές εισφορές κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 38 του Ν. 4387/2016 ως μισθωτός, μηνιαία βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών αποτελεί το άθροισμα του εισοδήματος από την παροχή των μισθωτών υπηρεσιών και του καθαρού φορολογητέου αποτελέσματος από τη δραστηριότητα του ως ασφαλισμένος στις περιπτώσεις του άρθρου 39 του ασφαλιστικού (ελ.επαγγελματίες, μέλη κοινοπραξιών, μέλη ΔΣ με ποσοστό άνω του 3%, διαχειριστές ΙΚΕ, εταίρος μονοπρόσωπης ΕΠΕ κλπ) , με την επιφύλαξη των ειδικότερων ρυθμίσεων του άρθρου 38 του Ν. 4387/2016.

Για παράδειγμα εάν κάποιος μισθωτός είναι και ταυτόχρονα ελ. επαγγελματίας (σε πάνω από 2 εργοδότες) ή είναι διαχειριστής ΙΚΕ, τότε το εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες προστίθεται με το εισόδημα από το ελ. επάγγελμα, και αυτό αποτελεί την βάση για τον υπολογισμό των ασφαλιστικών εισφορών. Συνεπάγεται ότι το πλαφόν ισχύει στο άθροισμα των εισοδημάτων.

6. Πως θα γίνεται η πρόσθεση των εισοδημάτων για την επιλογή της ελάχιστης βάσης υπολογισμού εισφορών

Για την εξεύρεση της βάσης υπολογισμού στις περιπτώσεις αυτές λαμβάνεται καταρχάς υπόψη το μηνιαίο εισόδημα από την παροχή της μισθωτής υπηρεσίας και σε αυτό προστίθεται το εισόδημα των άλλων δραστηριοτήτων κατά φθίνουσα τάξη μεγέθους, ώστε η βάση υπολογισμού, όπως προκύπτει από την άθροιση των επιμέρους εισοδημάτων,’ να μην υπολείπεται της ελάχιστης μηνιαίας βάσης υπολογισμού όπως καθορίζεται σύμφωνα με τα ανωτέρω, και να μην ξεπερνά το μέγιστο πλαφόν των 5860,80 ευρώ.

7. Πολλαπλή ασφάλιση σε λοιπές περιπτώσεις

Σε περίπτωση που το ίδιο πρόσωπο ασκεί πολλαπλή επαγγελματική δραστηριότητα για την οποία όμως υπαγόταν βάσει γενικών, ειδικών ή καταστατικών διατάξεων, όπως αυτές ίσχυαν μέχρι την ισχύ του ν.4387/2016, σε έναν εκ των εντασσόμενων στον ΕΦΚΑ φορέων κύριας ασφάλισης, για το υπολογισμό του μηνιαίου εισοδήματος αθροίζεται το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα των επιμέρους επαγγελματικών δραστηριοτήτων.

Για παράδειγμα ασφαλισμένος που υπάγεται στην ασφάλιση του ΕΦΚΑ ως έμπορος και ως μέλος Δ.Σ. σε Α.Ε. με ποσοστό 3% τουλάχιστον, δραστηριότητες για τις οποίες είχε υποχρέωση ασφάλισης στον ΟΑΕΕ, για τον καθορισμό του μηνιαίου εισοδήματος θα ληφθεί υπόψη το άθροισμα του φορολογητέου αποτελέσματος και από τις δύο αυτές δραστηριότητες.

Αθροίζεται συνεπώς το εισόδημα και από διαφορετικές δραστηριότητες οι οποίες υπάγονται στην ασφάλιση του άρθρου 39 (πχ. Λογιστής, μηχανικός) και επί αυτών υπολογίζονται οι ασφαλιστικές εισφορές. Δεν αθροίζεται φυσικά ζημιά που προκύπτει από κάποια δραστηριότητα. Το πλαφόν θα ενεργοποιηθεί επί του συνόλου των εισοδημάτων και σε αυτή την περίπτωση. Επίσης αθροίζονται και τα εισοδήματα των περιπτώσεων που προκύπτει υποχρέωση πολλαπλής ασφάλισης λόγω ιδιότητας.

8. Πώς θα γίνεται η πρόσθεση των εισοδημάτων για την επιλογή της ελάχιστης βάσης υπολογισμού εισφορών

Για την εξεύρεση της βάσης υπολογισμού στις περιπτώσεις αυτές λαμβάνεται καταρχάς υπόψη το μηνιαίο εισόδημα από την παροχή της μισθωτής υπηρεσίας και σε αυτό προστίθεται το εισόδημα των άλλων δραστηριοτήτων κατά φθίνουσα τάξη μεγέθους, ώστε η βάση υπολογισμού, όπως προκύπτει από την άθροιση των επιμέρους εισοδημάτων, να μην υπολείπεται της ελάχιστης μηνιαίας βάσης υπολογισμού όπως καθορίζεται σύμφωνα με τα ανωτέρω, και να μην ξεπερνά το μέγιστο πλαφόν των 5860,80 ευρώ.

Σε αυτές τις περιπτώσεις λαμβάνεται το σύνολο του καθαρού φορολογητέου εισοδήματος από τη δραστηριότητα που προκύπτει ότι αποτελεί τη βασική πηγή βιοπορισμού και σε αυτό προστίθεται το εισόδημα των άλλων δραστηριοτήτων κατά φθίνουσα τάξη μεγέθους, ώστε η βάση υπολογισμού, όπως προκύπτει από την άθροιση των επιμέρους εισοδημάτων, να μην υπολείπεται της ελάχιστης μηνιαίας βάσης υπολογισμού (ελάχιστο πλαφόν 586,08), και να μην ξεπερνά το μέγιστο πλαφόν των 5860,80 ευρώ.

9. Ποιου έτους το εισόδημα θα αποτελεί την βάση πάνω στην οποία θα υπολογίζονται οι εισφορές.

Βάση ισολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών κατά την έννοια της παρούσας απόφασης προκύπτει από το πιο πρόσφατο εκκαθαρισμένο φορολογικό έτος.

Συνεπώς για κάθε έτος οι ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται επί του εισοδήματος του προ προηγούμενου έτους, και στην συνέχεια μετά την εκκαθάριση του εισοδήματος του προηγούμενου έτους γίνεται ο απαραίτητος συμψηφισμός. (Π.χ. Για τον υπολογισμό των εισφορών του 2017 θα λάβουμε σαν βάση το εισόδημα του 2015 και όταν οριστικοποιηθεί το εισόδημα του 2016 θα γίνεται επανυπολογισμός, και τυχόν διαφορά θα συμψηφιστεί ισομερώς κατανεμημένη σε μηνιαία βάση έως το μήνα Δεκέμβριο εκάστου έτους.

10. Νέοι που υπάγονται στην ασφάλιση από 1.1.2017
Για όσους προβαίνουν για πρώτη φορά από 1.1.2017 και εντεύθεν σε έναρξη εργασιών ή δραστηριοτήτων, μηνιαία βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών τους εισφορών για τους μήνες που μεσολαβούν από το μήνα της έναρξης εργασιών έως το Δεκέμβριο του ίδιου έτους, αποτελεί το ποσό που αντιστοιχεί στο εκάστοτε προβλεπόμενο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. (Το ελάχιστο δηλαδή των 586,08).

11. Ειδικές ρυθμίσεις για ασφαλισμένους κάτω 5ετίας

Σύμφωνα με την παρ. 1β του άρθρου 39, το μηνιαίο ασφάλιστρο ύψους 20% καταβάλλεται μειωμένο από τους αυτοαπασχολούμενους αποφοίτους σχολών ανώτατης εκπαίδευσης που είναι εγγεγραμμένοι σε επιστημονικούς συλλόγους ή επιμελητήρια που έχουν τη μορφή Ν.Π.Δ.Δ για τα πρώτα 5 έτη από την υπαγωγή τους για πρώτη φορά στην ασφάλιση. Συγκεκριμένα για τα δύο πρώτα έτη από την υπαγωγή τους στην ασφάλιση το ύψος του μηνιαίου ασφαλίστρου ανέρχεται σε 14%, σε ποσοστό 17% για τα τρία επόμενα έτη και διαμορφώνεται στο 20% από το 6ο έτος υπαγωγής τους και εφεξής.

Επιπλέον, για τα ανωτέρω πρόσωπα για τα πρώτα 5 έτη από την υπαγωγή τους για πρώτη φορά στην ασφάλιση οι ως άνω μειωμένες εισφορές υπολογίζονται επί του ποσού των €586,08 μειωμένου κατά 30% δηλαδή επί του ποσού των €410,26.

Σημειώνουμε ότι και στις δύο αυτές περιπτώσεις (καταβολή χαμηλότερου ασφαλίστρου, μειωμένο κατώτατο όριο μηνιαίου εισοδήματος σύμφωνα με το άρθρο 234 παρ. 2 του ν.4389/2016) η διαφορά που προκύπτει αποτελεί ασφαλιστική οφειλή και εξοφλείται, αφού προηγουμένως αναπροσαρμοστεί κατά την ετήσια μεταβολή μισθών, όπως αυτή θα καθοριστεί από την Ελληνική Στατιστική Αρχή, από τον ασφαλισμένο κατά 1/5 κατ’ έτος, για τα έτη κατά τα οποία το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα από την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος υπερβαίνει το ποσό των €18.000 και σε κάθε περίπτωση μέχρι και τη συμπλήρωση 15 ετών ασφάλισης.

12. Εισφορές αυτοαπασχολούμενων προερχόμενων από το ΕΤΑΑ (δικηγόροι – μηχανικοί – ιατροί)

Για το σύνολο των ασφαλισμένων του ΕΦΚΑ που υπάγονται στην ασφάλιση βάσει των σχετικών διατάξεων του κλάδου κύριας ασφάλισης του ΕΤΑΑ, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής τους στην κοινωνική ασφάλιση (παλαιοί και νέοι ασφαλισμένοι), προβλέπεται κατά τα πρώτα πέντε χρόνια από την υπαγωγή στην ασφάλιση, καταβολή μειωμένου ασφαλίστρου (14% για τα πρώτα δύο έτη ασφάλισης και 17% για τα επόμενα τρία έτη ασφάλισης) και χαμηλότερη κατώτερη βάση υπολογισμού (ίση με €410,26). Και στις δύο αυτές περιπτώσεις καταβολής μειωμένης ασφαλιστικής εισφοράς (μειωμένη βάση και χαμηλότερο ποσοστό εισφορών) εφαρμόζεται η διαδικασία καταβολής της σχετικής ασφαλιστικής οφειλής σύμφωνα με τα αναφερόμενα για τους ασφαλισμένους του ΕΦΚΑ που προέρχονται από τον ΟΑΕΕ.

Σημειώνουμε ότι στην παρ. 3 του άρθρου 39 προβλέπεται ρητά η κατάργηση των γενικών και καταστατικών διατάξεων των Τομέων του κλάδου κύριας ασφάλισης του ΕΤΑΑ που προβλέπουν την καταβολή μειωμένων ασφαλιστικών εισφορών κατά 50% για τους ασφαλισμένους του ΤΣΜΕΔΕ και του Τομέα Ασφάλισης Νομικών και κατά 40% για τους ασφαλισμένους του ΤΣΑΥ (άρθρο 4 του ν.3518/2006 (ΤΣΜΕΔΕ), άρθρο 4 παρ. 1 του ν.982/1979 σε συνδυασμό με το άρθρο 19 παρ. 4 του ν.2150/1993 (ΤΣΑΥ), άρθρο 10 παρ. 1 εδάφιο γ περίπτωση 3 του ΝΔ 4114/1960, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.1090/1980, σε συνδυασμό με το άρθρο 19 παρ. 4 του ν.2150/1993 (Τομέας Ασφάλισης Νομικών).

Παράδειγμα 2

Ασφαλισμένος του ΕΦΚΑ από 1/1/2022 βάσει των καταστατικών διατάξεων του ΕΤΑΑ – ΤΣΜΕΔΕ, καταβάλλει ανά έτος ασφαλιστική εισφορά για την κύρια ασφάλιση ως εξής:

Εισφορές για το 2022 (1ο έτος ασφάλισης): Δεδομένου ότι δεν υπάρχει εισόδημα από την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος (δηλαδή το 2021), ως μηνιαίο εισόδημα λαμβάνεται το κατώτατο όριο για τους κάτω 5ετίας ασφαλισμένους, δηλαδή το ποσό των €410,26. Συνεπώς, ο ασφαλισμένος καταβάλλει μηνιαία εισφορά ύψους €57,44 (€410,26 x 14%).

Εισφορές για το 2023 (2ο έτος ασφάλισης) : Κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος (δηλαδή το 2022), το ετήσιο καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα ανέρχεται σε €3.600,00 και συνεπώς το μηνιαίο εισόδημα που υπόκειται σε ασφαλιστικές εισφορές ανέρχεται σε €300,00 (€3.600,00 / 12). Δεδομένου ότι το μηνιαίο εισόδημα υπολείπεται του κατωτάτου ορίου (€410,26), ο ασφαλισμένος καταβάλλει μηνιαία εισφορά υπολογιζόμενη επί του κατωτάτου ορίου, δηλαδή καταβάλλει μηνιαία εισφορά ύψους €57,44 (€410,26 x 14%).

Εισφορές για το 2024 (3ο έτος ασφάλισης) : Κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος (δηλαδή το 2023), το ετήσιο καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα ανέρχεται σε €4.800,00 και συνεπώς το μηνιαίο εισόδημα που υπόκειται σε ασφαλιστικές εισφορές ανέρχεται σε €400,00 (€4.800,00 / 12). Δεδομένου ότι το μηνιαίο εισόδημα υπολείπεται του κατωτάτου ορίου (€410,26), ο ασφαλισμένος καταβάλλει μηνιαία εισφορά υπολογιζόμενη επί του κατωτάτου ορίου, δηλαδή καταβάλλει μηνιαία εισφορά ύψους €69,74 (€410,26 x 17%).

Εισφορές για το 2025 (4ο έτος ασφάλισης) : Κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος (δηλαδή το 2024), το ετήσιο καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα ανέρχεται σε €6.000,00 και συνεπώς το μηνιαίο εισόδημα που υπόκειται σε ασφαλιστικές εισφορές ανέρχεται σε €500,00 (€6.000,00 / 12). Δεδομένου ότι το μηνιαίο εισόδημα υπερβαίνει το κατώτατο όριο (€410,26), ο ασφαλισμένος καταβάλλει μηνιαία εισφορά υπολογιζόμενη επί του πραγματικού εισοδήματος, δηλαδή καταβάλλει μηνιαία εισφορά ύψους €85,00 (€500,00 x 17%).

Εισφορές για το 2026 (5ο έτος ασφάλισης) : Κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος (δηλαδή το 2025), το ετήσιο καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα ανέρχεται σε €7.200,00 και συνεπώς το μηνιαίο εισόδημα που υπόκειται σε ασφαλιστικές εισφορές ανέρχεται σε €600,00 (€7.200,00 / 12). Δεδομένου ότι το μηνιαίο εισόδημα υπερβαίνει το κατώτατο όριο (€410,26), ο ασφαλισμένος καταβάλλει μηνιαία εισφορά υπολογιζόμενη επί του πραγματικού εισοδήματος, δηλαδή καταβάλλει μηνιαία εισφορά ύψους €102,00 (€600,00 x 17%).

Εισφορές για το 2027 (6ο έτος ασφάλισης) : Κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος (δηλαδή το 2026), το ετήσιο καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα ανέρχεται σε €8.400,00 και συνεπώς το μηνιαίο εισόδημα που υπόκειται σε ασφαλιστικές εισφορές ανέρχεται σε €700,00 (€7.200,00 / 12). Δεδομένου ότι το μηνιαίο εισόδημα υπερβαίνει το κατώτατο όριο (€586,08), ο ασφαλισμένος καταβάλλει μηνιαία εισφορά υπολογιζόμενη επί του πραγματικού εισοδήματος, δηλαδή καταβάλλει μηνιαία εισφορά ύψους €140,00 (€700,00 x 20%).

Το ύψος της οφειλής που προκύπτει για τον ασφαλισμένο λόγω καταβολής χαμηλότερου ασφαλίστρου και χαμηλότερου κατωτάτου ορίου κατά την πρώτη 5ετία ασφάλισης, ανέρχεται σε:

  • Έτος ΑσφάλισηςΠραγματική Καταβληθείσα Μηνιαία Εισφορά

    Προβλεπόμενη Μηνιαία Εισφορά

    Μηνιαία Διαφορά

  • 1ο έτος€410,26 x 14% = €57,44

    €586,08 x 20% = €117,22

    €117,22 – €57,44 = €59,78

  • 2οέτος€410,26 x 14% = €57,44

    €586,08 x 20% = €117,22

    €117,22 – €57,44 = €59,78

  • 3οέτος€410,26 x 17% = €69,74

    €586,08 x 20% = €117,22

    €117,22 – €69,74 = €47,48

  • 4οέτος€500,00 x 17% = €85,00

    €586,08 x 20% = €117,22

    €117,22 – €85,00 = €32,22

  • 5ο έτος€600,00 x 17% = €102,00

    €600,00 x 20% = €120,00

    €120,00 – €102,00 = €18,00

Συνολικά ο ασφαλισμένος οφείλει να καταβάλλει μέχρι τη συμπλήρωση 15 ετών ασφάλισης το ποσό των €2.607,12 (αφού αναπροσαρμοστεί επιμέρους κατά την ετήσια μεταβολή μισθών), επιμεριζόμενο σε πέντε δόσεις.

Μεταβατικές Ρυθμίσεις από 1/1/2017 έως 31/12/2020

Με τις ρυθμίσεις του άρθρου 98 του ν.4387/2016, για το χρονικό διάστημα από 1/1/2017 έως 31/12/2020, οι ασφαλισμένοι του ΕΦΚΑ προερχόμενοι από το ΕΤΑΑ που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 39 του ν.4387/2016 (ελεύθεροι επαγγελματίες), ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση (παλαιοί και νέοι ασφαλισμένοι), ασφαλισμένοι άνω 5ετίας, δικαιούνται μείωση της καταβαλλόμενης ασφαλιστικής τους εισφοράς, σύμφωνα με τον Πίνακα που ακολουθεί:

  • Εισόδημα απόέως

    %

    προσαρμογής

    Εισόδημα από

    έως

    %

    προσαρμογής

  • 0,007.033,00

    0,00%

    35.000,01

    36.000,00

    27,00%

  • 7.033,0113.000,00

    50,00%

    36.000,01

    37.000,00

    26,00%

  • 13.000,0114.000,00

    49,00%

    37.000,01

    38.000,00

    25,00%

  • 14.000,0115.000,00

    48,00%

    38.000,01

    39.000,00

    24,00%

  • 15.000,0116.000,00

    47,00%

    39.000,01

    40.000,00

    23,00%

  • 16.000,0117.000,00

    46,00%

    40.000,01

    41.000,00

    22,00%

  • 17.000,0118.000,00

    45,00%

    41.000,01

    42.000,00

    21,00%

  • 18.000,0119.000,00

    44,00%

    42.000,01

    43.000,00

    20,00%

  • 19.000,0120.000,00

    43,00%

    43.000,01

    44.000,00

    19,00%

  • 20.000,0121.000,00

    42,00%

    44.000,01

    45.000,00

    18,00%

  • 21.000,0122.000,00

    41,00%

    45.000,01

    46.000,00

    17,00%

  • 22.000,0123.000,00

    40,00%

    46.000,01

    47.000,00

    16,00%

  • 23.000,0124.000,00

    39,00%

    47.000,01

    48.000,00

    15,00%

  • 24.000,0125.000,00

    38,00%

    48.000,01

    49.000,00

    14,00%

  • 25.000,0126.000,00

    37,00%

    49.000,01

    50.000,00

    13,00%

  • 26.000,0127.000,00

    36,00%

    50.000,01

    51.000,00

    12,00%

  • 27.000,0128.000,00

    35,00%

    51.000,01

    52.000,00

    11,00%

  • 28.000,0129.000,00

    34,00%

    52.000,01

    53.000,00

    10,00%

  • 29.000,0130.000,00

    33,00%

    53.000,01

    54.000,00

    9,00%

  • 30.000,0131.000,00

    32,00%

    54.000,01

    55.000,00

    8,00%

  • 31.000,0132.000,00

    31,00%

    55.000,01

    56.000,00

    7,00%

  • 32.000,0133.000,00

    30,00%

    56.000,01

    57.000,00

    6,00%

  • 33.000,0134.000,00

    29,00%

    57.000,01

    58.000,00

    5,00%

  • 34.000,0135.000,00

    28,00%

    58.000,01

    0,00%

Σε κάθε περίπτωση το ποσό της ασφαλιστικής εισφοράς που προκύπτει μετά την εφαρμογή της δικαιούμενης σύμφωνα με τα ανωτέρω μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών δεν μπορεί να υπολείπεται της εισφοράς που προκύπτει σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παρ. 3 του άρθρου 39 του ν.4387/2016 (κατώτατο όριο μηνιαίου εισοδήματος ίσο με τον βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών).

Οι ως άνω ασφαλισμένοι που δεν έχουν συμπληρώσει την πρώτη 5ετία ασφάλισης δικαιούνται μείωση της ασφαλιστικής τους εισφοράς εφόσον το ετήσιο καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος υπερβαίνει το ποσό των €4.922,01. Ειδικότερα, για μηνιαίο εισόδημα που υπόκειται σε ασφαλιστικές εισφορές από €0,00 έως €4.922,00 δεν προβλέπεται μείωση της ασφαλιστικής εισφοράς, ενώ για εισόδημα από €4.922,01 έως €13.000,00 προβλέπεται μείωση της ασφαλιστικής εισφοράς κατά 50%. Για εισοδήματα άνω των €13.000,00 εφαρμόζονται τα ποσοστά μείωσης που αναφέρονται στον ανωτέρω Πίνακα.

Και για την εν λόγω κατηγορία ασφαλισμένων το ποσό της ασφαλιστικής εισφοράς που προκύπτει μετά την εφαρμογή της δικαιούμενης σύμφωνα με τα ανωτέρω μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών δεν μπορεί να υπολείπεται της εισφοράς που προκύπτει σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παρ. 3 του άρθρου 39 του ν.4387/2016 (κατώτατο όριο μηνιαίου εισοδήματος ίσο με το 70% του βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών και ασφάλιστρο 14% ή 17%).

Επισημαίνεται ότι η μείωση στο ύψος της ασφαλιστικής εισφοράς που προκύπτει για τους ασφαλισμένους κάτω 5ετίας, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 98 του ν.4387/2016, δεν αποτελεί ασφαλιστική οφειλή του ασφαλισμένου και ως εκ τούτου δεν καταβάλλεται μεταγενέστερα η διαφορά από τον ασφαλισμένο.

Τα ανωτέρω εφαρμόζονται για τους λοιπούς κλάδους ασφάλισης (επικουρική ασφάλιση, πρόνοια, ασθένεια).

Παράδειγμα 3

Ασφαλισμένος του ΕΦΚΑ, προερχόμενος από το ΕΤΑΑ, άνω 5ετίας, που απασχολείται ως ελεύθερος επαγγελματίας, και συνεπώς εμπίπτει στις ρυθμίσεις του άρθρου 39 του ν.4387/2016, με ετήσιο εισόδημα με βάση το προηγούμενο φορολογικό έτος ύψους €18.000,00 καταβάλλει, την εξής μηνιαία εισφορά:

Ετήσιο Εισόδημα : €18.000,00
Μηνιαίο Εισόδημα : €1.500,00 (€18.000,00 / 12)
Μηνιαία Εισφορά : €300,00 (€1.500,00 x 20%)

  • Ποσό
  • Κλίμακες ΕισοδήματοςΠοσό εισοδήματος που υπόκειται σε μείωση

    μηνιαίας εισφοράς ανά εισοδηματική κλίμακα

    Δικαιούμενη μείωση

    Μηνιαία εισφορά μετά την μείωση

  • 0,00 – 7.033,00€117,22

    0% (€0,00)

    €117,22

  • 7.033,01 – 13.000,005.966,99

    €99,45

    50% (€49,73)

    €49,72

  • 13.000,01 – 14.000,00999,99

    €16,67

    49% (€8,17)

    €8,50

  • 14.000,01 – 15.000,01999,99

    €16,67

    48% (€8,00)

    €8,67

  • 15.000,01 – 16.000,00999,99

    €16,67

    47% (€7,83)

    €8,84

  • 16.000,01 – 17.000,00999,99

    €16,67

    46% (€7,67)

    €9,00

  • 17.000,01 – 18.000,00999,99

    €16,67

    45% (€7,50)

    €9,17

Συνεπώς, μετά την εφαρμογή των μειώσεων του άρθρου 98 του ν.4387/2016 ο σφαλισμένος καταβάλλει μηνιαία εισφορά ύψους €211,12.

3. Εφαρμογή των ρυθμίσεων του άρθρου 39 του ν.4387/2016 σε υγειονομικούς που αμείβονται κατά πράξη και περίπτωση και σε δικηγόρους σε αναστολή

Με το προγενέστερο καθεστώς οι ασφαλισμένοι του ΤΣΑΥ που ασκούν το επάγγελμα αμειβόμενοι κατά πράξη και περίπτωση κατέβαλαν την προβλεπόμενη για τους ελεύθερους επαγγελματίες εισφορά ασφαλισμένου, όμως οι εργοδότες που τους απασχολούσαν υποχρεούνταν να καταβάλλουν στον ασφαλιστικό φορέα την προβλεπόμενη εργοδοτική εισφορά (άρθρο 12 παρ. 2 του ν.2556/1997). Από 1/1/2017 η εν λόγω κατηγορία υγειονομικών καταβάλλει ασφαλιστικές εισφορές σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39 του ν.4387/2016, συνεπώς η ασφαλιστική εισφορά του ασφαλισμένου υπολογίζεται με βάση το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα του προηγούμενου φορολογικού έτους, ενώ δεν καταβάλλεται εργοδοτική εισφορά.

Αντίστοιχα, για τους δικηγόρους που βρίσκονται σε αναστολή άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 1β του Ν.Δ.4114/1960 σε συνδυασμό με το π.δ. 125/1993, προβλεπόταν η καταβολή μηνιαίας εισφοράς ύψους 4% επί του καταβαλλόμενου κατά μήνα βασικού μισθού, ενώ η ως άνω μηνιαία εισφορά δεν μπορεί να είναι μικρότερη της μηνιαίας εισφοράς του ελεύθερου επαγγελματία ή ανώτερη του διπλάσιου αυτής (για τους παλαιούς ασφαλισμένους). Από 1/1/2017 η εν λόγω κατηγορία ασφαλισμένων του ΕΦΚΑ καταβάλλει εισφορές σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 39 του ν.4387/2016 για τους αυτοαπασχολούμενους. Συνεπώς, τα εν λόγω πρόσωπα καταβάλλουν μηνιαία εισφορά υπολογιζόμενη επί του κατωτάτου μηνιαίου εισοδήματος, δηλαδή επί του ποσού των €586,08, δεδομένου ότι δεν προκύπτει εισόδημα από την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας (ελεύθερου επαγγελματία). Σημειώνουμε ότι για την εν λόγω κατηγορία ασφαλισμένων δεν προβλέπεται μικρότερο κατώτατο όριο μηνιαίου εισοδήματος για τους ασφαλισμένους κάτω 5ετίας.

13. Κατάργηση λοιπών ασφαλιστικών εισφορών του Τομέα Ασφάλισης Νομικών και του ΤΣΑΥ

Σύμφωνα με την παρ. 10 του άρθρου 39, από 1/7/2016 καταργούνται οι διατάξεις του άρθρου 10 του Ν.Δ. 4114/1960, όπως ισχύουν, που προβλέπουν την καταβολή ασφαλιστικών εισφορών υπέρ του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του ΕΤΑΑ μέσω της επικόλλησης ενσήμων από δικηγόρους, συμβολαιογράφους, δικαστικούς επιμελητές και υποθηκοφύλακες, καθώς και οι ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλονται από συμβολαιογράφους επί των δικαιωμάτων τους από τη σύνταξη συμβολαίων και πράξεων.

Όσον αφορά στις προβλεπόμενες από το άρθρο 10 του Ν.Δ. 4114/1960 ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλονται από τους ασφαλισμένους του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του ΕΤΑΑ για το διορισμό τους σε έμμισθη υπηρεσία ή σε θέση άμισθου ασφαλισμένου ή για την προαγωγή δικηγόρου στο Εφετείο ή τον Άρειο Πάγο (παρ. 1 εδάφιο δ, ζ και θ αντίστοιχα), οι εν λόγω εισφορές καταργούνται από 1/1/2017 και την εισαγωγή του νέου τρόπου καθορισμού των ασφαλιστικών εισφορών των εν λόγω ασφαλισμένων βάσει των άρθρων 38 και 39 του ν.4387/2016.

Αντίστοιχα καταργούνται από 1/1/2017 και οι ρυθμίσεις της παρ. 8 του άρθρου 10 του Ν.Δ. 4114/1960, όπως προστέθηκε με το άρθρο 13 του ν.1512/1985, που προβλέπουν την καταβολή εισφοράς επί της συνολικής αμοιβής του δικηγόρου.

Επίσης, από 1/1/2017 καταργείται η προβλεπόμενη από το άρθρο 6 παρ. 1 του Ν.Δ. 3348/1955 εισφορά υπέρ ΤΣΑΥ (δικαίωμα εγγραφής).

14. Εισφορά δικηγόρων επί του γραμματίου προείσπραξης

Σύμφωνα με την παρ. 11 του άρθρου 39, από 1/1/2017 οι δικηγόροι καταβάλλουν υπέρ του ΕΦΚΑ εισφορά ύψους 20% επί της ελάχιστης αμοιβής ανά δικηγορική πράξη ή παράσταση για την οποία προβλέπεται η έκδοση γραμματίου προείσπραξης. Τα ποσά που έχουν καταβληθεί σύμφωνα με τα ανωτέρω αφαιρούνται από την εισφορά που οφείλει να καταβάλλει ο δικηγόρος, και για το λόγο αυτό ο οικείος δικηγορικός σύλλογος αποστέλλει στον ΕΦΚΑ σχετική συγκεντρωτική κατάσταση ανά δικηγόρο.

15. Περιπτώσεις ασφαλισμένων στο ΕΤΑΑ οι οποίοι απασχολούνται και στο Δημόσιο. (άρθρο 36 του ν.4387/2016)

Σχετική η Κ.Υ.Α. αριθ. πρωτ.: Φ. 10043/ οικ.58770/ 1442/ 2016 Εφαρμογή του άρθρου 36 του ν.4387/2016 σε ασφαλισμένους του ΕΤΑΑ η οποία αναφέρει :

Με τις διατάξεις του άρθρου 36 του ν.4387/2016 ρυθμίζεται το καθεστώς ασφάλισης και συνταξιοδότησης των ασφαλισμένων που ασκούν περισσότερες της μιας επαγγελματικές δραστηριότητες ή για την ίδια επαγγελματική δραστηριότητα έχουν υποχρέωση υπαγωγής στην ασφάλιση περισσότερων του ενός φορέων κοινωνικής ασφάλισης ή του Δημοσίου, βάσει των γενικών, ειδικών ή καταστατικών διατάξεων των εντασσόμενων στον ΕΦΚΑ φορέων, όπως ίσχυαν μέχρι την έναρξη ισχύος του ν.4387/2016.

Ειδικότερα, με τις παραγράφους 3, 4 και 5 ρυθμίζεται το καθεστώς ασφάλισης και συνταξιοδότησης των ασφαλισμένων που για την ίδια απασχόληση υπάγονται στην υποχρεωτική ασφάλιση δύο φορέων κύριας ασφάλισης ή ενός φορέα κύριας ασφάλισης και του Δημοσίου (π.χ μηχανικός του Δημοσίου που υπάγεται υποχρεωτικά στην ασφάλιση του Δημοσίου και του ΕΤΑΑ – ΤΣΜΕΔΕ ή ιατρός του ΕΣΥ που υπάγεται υποχρεωτικά στην ασφάλιση του Δημοσίου και του ΕΤΑΑ – ΤΣΑΥ).

Α. Καταβολή Εισφοράς

Ι. Με τις διατάξεις της παρ. 3 του ανωτέρω άρθρου προβλέπεται ότι οι ασφαλισμένοι, πριν και μετά την 1/1/1993, για τους οποίους για την ίδια απασχόληση προκύπτει υποχρέωση ασφάλισης σε περισσότερους του ενός φορείς κύριας ασφάλισης, συμπεριλαμβανομένου του Δημοσίου, καταβάλλουν υποχρεωτικά από 1/1/2017 μία ασφαλιστική εισφορά, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 38 του ν.4387/2016 για τους εμμίσθους ασφαλισμένους.
Για τους μέχρι 31/12/1992 (παλαιούς) ασφαλισμένους της ανωτέρω κατηγορίας δίνεται η δυνατότητα προαιρετικής καταβολής δεύτερης ασφαλιστικής εισφοράς, κατόπιν σχετικής αίτησής τους, προκειμένου να θεμελιώσουν δεύτερο συνταξιοδοτικό δικαίωμα γήρατος ή αναπηρίας ή να προσαυξήσουν το χρόνο ασφάλισής τους. Στην περίπτωση αυτή ο ασφαλισμένος καταβάλλει το συνολικό ποσοστό εισφοράς (ασφαλισμένου και εργοδότη), το οποίο ανέρχεται σε 20%.
Συνεπώς, από 1/1/2017 και μετά προκύπτει υποχρέωση καταβολής μίας υποχρεωτικής ασφαλιστικής εισφοράς (υπέρ ΕΦΚΑ), το ύψος της οποίας καθορίζεται σε 6,67% για τον ασφαλισμένο και σε 13,33% για τον εργοδότη (με κατά περίπτωση μεταβατικές διατάξεις μέχρι 31-12-2019), επί των αποδοχών του ασφαλισμένου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 5 (παρ. 2γ) και 38 του ν.4387/2016, καθώς και στην αριθμ.111482/0092/2016 ΚΥΑ (Β’ 4005).

Το ύψος της εισφοράς για την προαιρετική ασφάλιση ορίζεται σε 20%, επί των αποδοχών σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 38 του ν.4387/2016 και παρακρατείται από τον εργοδότη και αποδίδεται στον ΕΦΚΑ.

Το δικαίωμα καταβολής δεύτερης ασφαλιστικής εισφοράς μπορεί να ασκηθεί οποτεδήποτε. Επίσης, λόγω του προαιρετικού της χαρακτήρα, μπορεί να διακοπεί οποτεδήποτε, χωρίς αναδρομικότητα, ο δε ασφαλισμένος, μπορεί να επανέλθει με νέα αίτησή του και να συνεχίσει την προαιρετική καταβολή, για όσες φορές επιθυμεί.

Επισημαίνεται όμως ότι, οι σύμφωνα με τα προαναφερόμενα καταβληθείσες εισφορές σε καμία περίπτωση δεν επιστρέφονται.

ΙΙ. Ως προς την επικουρική ασφάλιση τα ανωτέρω πρόσωπα ασφαλίζονται στον κλάδο επικουρικής ασφάλισης του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. καταβάλλοντας την εισφορά των εμμίσθων ασφαλισμένων.

Ως προς την ασφάλιση για πρόνοια οι ασφαλισμένοι, πριν και μετά την 1/1/1993, για τους οποίους για την ίδια απασχόληση προκύπτει υποχρέωση ασφάλισης σε περισσότερους του ενός φορείς πρόνοιας, καταβάλλουν υποχρεωτικά από 1/1/2017 μία ασφαλιστική εισφορά στον κλάδο εφάπαξ παροχών του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., μετά από επιλογή τους.

Για τους ασφαλισμένους της ανωτέρω κατηγορίας δίνεται η δυνατότητα προαιρετικής καταβολής δεύτερης ασφαλιστικής εισφοράς αν αυτό προβλέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία, κατόπιν σχετικής αίτησης. Στην περίπτωση αυτή ο ασφαλισμένος καταβάλλει το συνολικό ποσοστό εισφοράς (ασφαλισμένου και εργοδότη).

Συνεπώς, από 1/1/2017 και μετά προκύπτει υποχρέωση καταβολής μίας υποχρεωτικής ασφαλιστικής εισφοράς για πρόνοια υπέρ ΕΤΕΑΕΠ, το ύψος της οποίας καθορίζεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθ. 35 του ν. 4387/2016.

ΙΙΙ. Όσον αφορά στην ασφαλιστική εισφορά υπέρ υγειονομικής περίθαλψης εφαρμόζεται υποχρεωτικά η παρ. 1 του άρθρου 41.

Ειδικότερα, η εισφορά υπολογίζεται σε ποσοστό 7,10% και κατανέμεται κατά ποσοστό 6,45% για παροχές σε είδος (εκ του οποίου 2,15% βαρύνει τον ασφαλισμένο και 4,30% βαρύνει τον εργοδότη), και ποσοστό 0,65% για παροχές σε χρήμα (εκ του οποίου 0,40% βαρύνει τον ασφαλισμένο και 0,25% βαρύνει τον εργοδότη).

Για τους υπακτέους στον ΕΦΚΑ – προερχόμενους από το ΕΤΑΑ – ΤΣΑΥ εξακολουθεί να καταβάλλεται και η εισφορά υπέρ της Στέγης Υγειονομικών, όπως ισχύει (2€ μηνιαίως).

Σε περίπτωση επιλογής προαιρετικής καταβολής δεύτερης ασφαλιστικής εισφοράς δεν καταβάλλεται δεύτερη εισφορά υπέρ υγειονομικής περίθαλψης.

Παράδειγμα 1

Μηχανικός του Δημοσίου, ασφαλισμένος μέχρι 31/12/1992 (παλαιός ασφαλισμένος) που έχει διοριστεί στο Δημόσιο μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία, υπάγεται σήμερα υποχρεωτικά στην ασφάλιση του Δημοσίου και του ΕΤΑΑ – ΤΣΜΕΔΕ. Από 1/1/2017 και μετά, ο εν λόγω ασφαλισμένος καταβάλλει μία ασφαλιστική εισφορά υπέρ ΕΦΚΑ. Μέχρι 31/12/2016, για το εν λόγω ασφαλισμένο οι ασφαλιστικές εισφορές έχουν διαμορφωθεί ως εξής:
α. Για την ασφάλιση του Δημοσίου, ο ασφαλισμένος καταβάλλει εισφορά ύψους 6,67% και δεν προβλέπεται εργοδοτική εισφορά
β. Για την ασφάλιση του ΤΣΜΕΔΕ, ο ασφαλισμένος καταβάλλει εισφορά ύψους 6,67% και ο εργοδότης ύψους 13,33%.
Συνεπώς, από 1/1/2017, για την υποχρεωτική ασφάλιση καταβάλλεται μηνιαία εισφορά ύψους 6,67% από τον ασφαλισμένο και 13,33% από τον εργοδότη, επί των αποδοχών του ασφαλισμένου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 5 (παρ. 2γ) και 38 του ν.4387/2016, καθώς και στην αριθμ. 111482/0092/30.11.2016 ΚΥΑ (Β’ 4005). Εάν ο εν λόγω ασφαλισμένος επιλέξει να καταβάλλει προαιρετικά δεύτερη ασφαλιστική εισφορά, το ύψος αυτής διαμορφώνεται σε 20% επί των αποδοχών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 38 του ν.4387/2016.

Παράδειγμα 2

Ιατρός του ΕΣΥ, ασφαλισμένος μέχρι 31/12/1992 (παλαιός ασφαλισμένος) που έχει διοριστεί στο Δημόσιο μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία, υπάγεται σήμερα υποχρεωτικά στην ασφάλιση του Δημοσίου και του ΕΤΑΑ – ΤΣΑΥ. Από 1/1/2017 και μετά, ο εν λόγω ασφαλισμένος καταβάλλει μία ασφαλιστική εισφορά υπέρ ΕΦΚΑ. Μέχρι 31/12/2016, για τον εν λόγω ασφαλισμένο οι ασφαλιστικές εισφορές έχουν διαμορφωθεί ως εξής:
α. Για την ασφάλιση του Δημοσίου, ο ασφαλισμένος καταβάλλει εισφορά ύψους 6,67% και δεν προβλέπεται εργοδοτική εισφορά
β. Για την ασφάλιση του ΤΣΑΥ, ο ασφαλισμένος καταβάλλει εισφορά ύψους €188,30 και ο εργοδότης ύψους 13,33%.
Συνεπώς, από 1/1/2017, για την υποχρεωτική ασφάλιση καταβάλλεται μηνιαία εισφορά ύψους 6,67% από τον ασφαλισμένο και 13,33% από τον εργοδότη, επί των αποδοχών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 5 (παρ. 2γ) και 38 του ν.4387/2016, καθώς και στην αριθμ. 111482/0092/30.11.2016 ΚΥΑ (Β’ 4005).
Εάν ο εν λόγω ασφαλισμένος επιλέξει να καταβάλλει προαιρετικά δεύτερη ασφαλιστική εισφορά, το ύψος αυτής διαμορφώνεται σε 20% επί των αποδοχών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 38 του ν.4387/2016.

Παράδειγμα 3

Φαρμακοποιός του Δημοσίου, ασφαλισμένος μέχρι 31/12/1992 (παλαιός ασφαλισμένος) που έχει διοριστεί στο Δημόσιο μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία, υπάγεται σήμερα υποχρεωτικά στην ασφάλιση του Δημοσίου και του ΕΤΑΑ – ΤΣΑΥ. Από 1/1/2017 και μετά, ο εν λόγω ασφαλισμένος καταβάλλει μία ασφαλιστική εισφορά υπέρ ΕΦΚΑ.
Μέχρι 31/12/2016, για το εν λόγω ασφαλισμένο οι ασφαλιστικές εισφορές έχουν διαμορφωθεί ως εξής:
α. Για την ασφάλιση του Δημοσίου, ο ασφαλισμένος καταβάλλει εισφορά ύψους 6,67% και δεν προβλέπεται εργοδοτική εισφορά
β. Για την ασφάλιση του ΤΣΑΥ, ο ασφαλισμένος καταβάλλει εισφορά ύψους €188,30 και δεν προβλέπεται εργοδοτική εισφορά
Συνεπώς, από 1/1/2017, για την υποχρεωτική ασφάλιση καταβάλλεται μηνιαία εισφορά ύψους 6,67% από τον ασφαλισμένο και 3,34% από τον εργοδότη από 1/1/2017 (μεταβατική προσαρμογή της εργοδοτικής εισφοράς : 6,67% από 1/1/2018, 10,00% από 1/1/2019 και 13,33% από 1/1/2020), επί των αποδοχών, σύμφωνα με τα στα άρθρα 5 (παρ. 2γ) και 38 του ν.4387/2016, καθώς και στην αριθμ. 111482/0092/30.11.2016 ΚΥΑ (Β’ 4005).
Εάν ο εν λόγω ασφαλισμένος επιλέξει να καταβάλλει προαιρετικά δεύτερη ασφαλιστική εισφορά, το ύψος αυτής διαμορφώνεται σε 20% επί των αποδοχών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 38 του ν.4387/2016.

Παράδειγμα 4

Δικαστικός υπάλληλος, ασφαλισμένος μέχρι 31/12/1992 (παλαιός ασφαλισμένος) που έχει διοριστεί στο Δημόσιο μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία, υπάγεται σήμερα υποχρεωτικά στην ασφάλιση του Δημοσίου και του ΕΤΑΑ – Τομέας Ασφάλισης Νομικών. Από 1/1/2017 και μετά, ο εν λόγω ασφαλισμένος καταβάλλει μία ασφαλιστική εισφορά υπέρ ΕΦΚΑ.
Μέχρι 31/12/2016, για το εν λόγω ασφαλισμένο οι ασφαλιστικές εισφορές έχουν διαμορφωθεί ως εξής:
α. Για την ασφάλιση του Δημοσίου, ο ασφαλισμένος καταβάλλει εισφορά ύψους 6,67% και δεν προβλέπεται εργοδοτική εισφορά
β. Για την ασφάλιση του Τομέα Ασφάλισης Νομικών, ο ασφαλισμένος καταβάλλει εισφορά ύψους €61,66 και δεν προβλέπεται εργοδοτική εισφορά Συνεπώς, από 1/1/2017, για την υποχρεωτική ασφάλιση καταβάλλεται μηνιαία εισφορά ύψους 6,67% από τον ασφαλισμένο και 3,34% από τον εργοδότη από 1/1/2017 (μεταβατική προσαρμογή της εργοδοτικής εισφοράς : 6,67% από 1/1/2018, 10,00% από 1/1/2019 και 13,33% από 1/1/2020), επί των αποδοχών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 5 (παρ. 2γ) και 38 του ν.4387/2016, καθώς και στην αριθμ. 111482/0092/30.11.2016 ΚΥΑ (Β’ 4005).
Εάν ο εν λόγω ασφαλισμένος επιλέξει να καταβάλλει προαιρετικά δεύτερη ασφαλιστική εισφορά, το ύψος αυτής διαμορφώνεται σε 20% επί των αποδοχών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 38 του ν.4387/2016.

Παράδειγμα 5

Μηχανικός του Δημοσίου, ασφαλισμένος μέχρι 31/12/1992 (παλαιός ασφαλισμένος) που έχει διοριστεί στο Δημόσιο μετά την 1/1/1993, υπάγεται σήμερα υποχρεωτικά στην ασφάλιση του ΕΤΑΑ – ΤΣΜΕΔΕ και προαιρετικά στο Δημόσιο. Από 1/1/2017 και μετά, ο εν λόγω ασφαλισμένος καταβάλλει μία ασφαλιστική εισφορά υπέρ ΕΦΚΑ. Μέχρι 31/12/2016, για το εν λόγω ασφαλισμένο οι ασφαλιστικές εισφορές έχουν διαμορφωθεί ως εξής:
α. Για την ασφάλιση του ΤΣΜΕΔΕ, ο ασφαλισμένος καταβάλλει εισφορά ύψους 6,67% και ο εργοδότης εισφορά ύψους 13,33%.
β. Για την προαιρετική ασφάλιση του Δημοσίου ο ασφαλισμένος καταβάλλει εισφορά ύψους 6,67%
Συνεπώς, από 1/1/2017, για την υποχρεωτική ασφάλιση καταβάλλεται μηνιαία εισφορά ύψους 6,67% από τον ασφαλισμένο και 13,33% από τον εργοδότη, επί των αποδοχών σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 5 (παρ. 2γ) και 38 του ν.4387/2016, καθώς και στην αριθμ. 111482/0092/30.11.2016 ΚΥΑ (Β’ 4005).
Εάν ο εν λόγω ασφαλισμένος συνεχίσει την προαιρετική του ασφάλιση εξακολουθεί να καταβάλλει μηνιαία εισφορά ύψους 6,67% επί των αποδοχών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 38 του ν.4387/2016.

Παράδειγμα 6

Οδοντίατρος του ΕΣΥ, ασφαλισμένος από 1/1/1993 (νέος ασφαλισμένος) υπάγεται σήμερα υποχρεωτικά στην ασφάλιση του ΕΤΑΑ – ΤΣΑΥ, καταβάλλοντας ο ασφαλισμένος εισφορά ύψους 6,67% και ο εργοδότης 13,33%.
Από 1/1/2017 και μετά, ο εν λόγω ασφαλισμένος καταβάλλει μία ασφαλιστική εισφορά υπέρ ΕΦΚΑ, ύψους 6,67% για τον ασφαλισμένο και 13,33% για τον εργοδότη, επί των αποδοχών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 38 του ν.4387/2016.
Εάν πρόκειται για οδοντίατρο του Δημοσίου, για τον οποίο δεν προβλέπεται η καταβολή εργοδοτικής εισφοράς, το ύψος της υποχρεωτικής εισφοράς ανέρχεται σε 6,67% για τον ασφαλισμένο και σε 3,33% για τον εργοδότη από 1/1/2017 (μεταβατική προσαρμογή της εργοδοτικής εισφοράς : 6,67% από 1/1/2018, 10,00% από 1/1/2019 και 13,33% από 1/1/2020), επί των αποδοχών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 5 (παρ. 2γ) και 38 του ν.4387/2016, καθώς και στην αριθμ. 111482/0092/30.11.2016 ΚΥΑ (Β’ 4005).

Β. Αξιοποίηση του χρόνου ασφάλισης

Σύμφωνα με την παρ. 5 του κοινοποιούμενου άρθρου, για τον υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξης των προσώπων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των παρ. 3 και 4 για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 8 και 28 του ν.4387/2016, και η επιπλέον παροχή, για κάθε έτος που έχει καταβληθεί επιπλέον εισφορά, θα υπολογίζεται με ετήσιο συντελεστή αναπλήρωσης 0,075% για κάθε μία ποσοστιαία μονάδα (1%) επιπλέον εισφοράς. Ο συντάξιμος μισθός σε αυτή την περίπτωση προκύπτει λαμβάνοντας υπόψη τη βάση υπολογισμού της επιπλέον εισφοράς.

Επισημαίνουμε ότι ο χρόνος από 1/1/2017 και εφεξής θεωρείται ως χρόνος ασφάλισης στον ΕΦΚΑ, και οι ασφαλισμένοι θα επιλέγουν κατά τη συνταξιοδότησή τους σε ποιόν από τους ενταχθέντες στον ΕΦΚΑ φορείς κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο θα προσμετρήσουν το χρόνο αυτό.

Από τον συνδυασμό των παρ. 4 και 5 του κοινοποιούμενου άρθρου, διακρίνονται οι εξής περιπτώσεις ως προς την αξιοποίηση του χρόνου ασφάλισης:

α) οι μέχρι 31/12/1992 ασφαλισμένοι που είχαν υποχρεωτικά δύο φορείς ασφάλισης (για παράδειγμα Δημόσιο και ΤΣΜΕΔΕ ή Δημόσιο και ΤΣΑΥ), εάν δεν προβούν σε προαιρετική ασφάλιση για τη θεμελίωση δεύτερου συνταξιοδοτικού δικαιώματος λόγω γήρατος ή αναπηρίας, θα λάβουν προσαύξηση της ανταποδοτικής σύνταξής τους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 5 του κοινοποιούμενου άρθρου, για το χρόνο ασφάλισης που έχουν πραγματοποιήσει μέχρι 31/12/2016 στο φορέα κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο χωρίς να ελέγχεται εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης του δεύτερου φορέα.

Παράδειγμα 7

Μηχανικός του Δημοσίου με υποχρεωτική ασφάλιση στο Δημόσιο και το ΤΣΜΕΔΕ, καταβάλλει από 1/1/2017 στον ΕΦΚΑ μόνο την προβλεπόμενη υποχρεωτική εισφορά (6,67% εισφορά ασφαλισμένου, 13,33% εισφορά εργοδότη).

Ο ασφαλισμένος επιλέγει κατά τη συνταξιοδότησή του να προσμετρήσει το χρόνο ασφάλισης στον ΕΦΚΑ στο χρόνο ασφάλισης του Δημοσίου που έχει πραγματοποιηθεί μέχρι 31/12/2016, προκειμένου να συνταξιοδοτηθεί με προϋποθέσεις Δημοσίου. Στην περίπτωση αυτή ο ασφαλισμένος θα λάβει ανταποδοτική σύνταξη σύμφωνα με το άρθρο 8 του ν.4387/2016 για το χρόνο ασφάλισης στο Δημόσιο και τον ΕΦΚΑ, και προσαύξηση της ανταποδοτικής σύνταξης σύμφωνα με την παρ. 5 για το χρόνο ασφάλισης στο ΤΣΜΕΔΕ μέχρι 31/12/2016.

Αντίστοιχα, ο ασφαλισμένος μπορεί να επιλέξει κατά τη συνταξιοδότησή του να προσμετρήσει το χρόνο ασφάλισης στον ΕΦΚΑ στο χρόνο ασφάλισης του ΤΣΜΕΔΕ, που έχει πραγματοποιηθεί μέχρι 31/12/2016, προκειμένου να συνταξιοδοτηθεί με προϋποθέσεις ΤΣΜΕΔΕ. Στην περίπτωση αυτή ο ασφαλισμένος θα λάβει ανταποδοτική σύνταξη σύμφωνα με τα άρθρα 8 και 28 του ν.4387/2016 για το χρόνο ασφάλισης στο ΤΣΜΕΔΕ και τον ΕΦΚΑ, και προσαύξηση της ανταποδοτικής σύνταξης σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 17 του ν.4387/2016.

β) οι μέχρι 31/12/1992 ασφαλισμένοι που είχαν υποχρεωτικά δύο φορείς ασφάλισης (για παράδειγμα Δημόσιο και ΤΣΜΕΔΕ ή Δημόσιο και ΤΣΑΥ), εάν προβούν σε προαιρετική ασφάλιση για τη θεμελίωση δεύτερου συνταξιοδοτικού δικαιώματος λόγω γήρατος ή αναπηρίας, θα λάβουν δεύτερη ανταποδοτική σύνταξη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 8 και 28 του ν.4387/2016. Στην περίπτωση αυτή για τη χορήγηση της δεύτερης ανταποδοτικής σύνταξης ελέγχεται εάν κατά την ημερομηνία συνταξιοδότησης πληρούνται οι προϋποθέσεις λήψης δεύτερης σύνταξης γήρατος ή αναπηρίας, σύμφωνα με τα ισχύοντα για τους διπλοσυνταξιούχους (67ο έτος της ηλικίας και 20 έτη ασφάλισης ή 16 έτη ασφάλισης για μειωμένη σύνταξη κατά 50% ή οι προϋποθέσεις που ισχύουν ανά φορέα για τη λήψη σύνταξης σε περίπτωση ταυτόχρονης συνταξιοδότησης ή 12 έτη ασφάλισης για συνταξιοδότηση λόγω αναπηρίας).

Εάν δεν συμπληρώνονται οι προϋποθέσεις για τη λήψη δεύτερη ανταποδοτικής σύνταξης, ο ασφαλισμένος λαμβάνει προσαύξηση της πρώτης ανταποδοτικής σύνταξης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 5 του κοινοποιούμενου άρθρου.

Εάν τα εν λόγω πρόσωπα έχουν θεμελιωμένο συνταξιοδοτικό δικαίωμα για τη λήψη δεύτερης ανταποδοτικής σύνταξης μέχρι 31/12/2016, έχουν τη δυνατότητα να μην προβούν σε προαιρετική καταβολή ασφαλιστικής εισφοράς από 1-1-2017, θα λάβουν όμως δεύτερη ανταποδοτική σύνταξη, για το χρόνο ασφάλισης που έχουν συμπληρώσει μέχρι 31/12/2016.

Σημειώνουμε ότι το δικαίωμα για τη λήψη της δεύτερης ανταποδοτικής σύνταξης λόγω γήρατος ή αναπηρίας θα πρέπει να έχει θεμελιωθεί κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης. Σε αντίθετη περίπτωση ο ασφαλισμένος λαμβάνει προσαύξηση της ανταποδοτικής σύνταξης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 5 του κοινοποιούμενου άρθρου.

Παράδειγμα 8

Μηχανικός του Δημοσίου με υποχρεωτική ασφάλιση στο Δημόσιο και το ΤΣΜΕΔΕ, καταβάλλει από 1/1/2017 στον ΕΦΚΑ την προβλεπόμενη υποχρεωτική εισφορά (6,67% εισφορά ασφαλισμένου, 13,33% εισφορά εργοδότη) και την προαιρετική εισφορά ύψους 20%.

Εάν ο ασφαλισμένος κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης στον ΕΦΚΑ έχει θεμελιωμένο συνταξιοδοτικό δικαίωμα τόσο με τις προϋποθέσεις του Δημοσίου όσο και με τις προϋποθέσεις του ΤΣΜΕΔΕ, τότε ο ασφαλισμένος θα λάβει δύο ανταποδοτικές συντάξεις σύμφωνα με τα άρθρα 8 και 28 του ν.4387/2016:

α. η πρώτη ανταποδοτική σύνταξη θα αφορά το χρόνο ασφάλισης μέχρι 31/12/2016 σε έναν από τους δύο προγενέστερους φορείς (Δημόσιο ή ΤΣΜΕΔΕ) και τον χρόνο υποχρεωτικής ασφάλισης στον ΕΦΚΑ από 1/1/2017.

β. η δεύτερη ανταποδοτική σύνταξη θα αφορά το χρόνο ασφάλισης μέχρι 31/12/2016 στον έτερο από τους δύο προγενέστερους φορείς (Δημόσιο ή ΤΣΜΕΔΕ) και το χρόνο προαιρετικής ασφάλισης στον ΕΦΚΑ από 1/1/2017.

Αντίθετα, εάν κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης στον ΕΦΚΑ ο ασφαλισμένος θεμελιώνει συνταξιοδοτικό δικαίωμα με βάση τις προϋποθέσεις ενός μόνο φορέα (για παράδειγμα του Δημοσίου), ο ασφαλισμένος θα λάβει μία ανταποδοτική σύνταξη για το χρόνο ασφάλισης στο Δημόσιο μέχρι 31/12/2016 και το χρόνο υποχρεωτικής ασφάλισης στον ΕΦΚΑ από 1/1/2017, ενώ για το χρόνο ασφάλισης στο ΤΣΜΕΔΕ μέχρι 31/12/2016 και τον προαιρετικό χρόνο ασφάλισης στον ΕΦΚΑ από 1/1/2017 θα λάβει προσαύξηση της ανταποδοτικής σύνταξης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 5 του κοινοποιούμενου άρθρου.

γ) οι από 1/1/1993 ασφαλισμένοι που βάσει του άρθρου 39 του ν.2084/1992, όπως ίσχυε είχαν έναν υποχρεωτικό φορέα ασφάλισης, εξακολουθούν να καταβάλλουν μία υποχρεωτική ασφαλιστική εισφορά και συνεπώς θα λάβουν ανταποδοτική σύνταξη σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 8 και 28 του ν.4387/2016.

Σε περίπτωση που είχαν υπαχθεί σε προαιρετική ασφάλιση, μπορούν να συνεχίσουν την προαιρετική ασφάλισή τους προκειμένου να λάβουν δεύτερη ανταποδοτική σύνταξη, εφόσον πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις συνταξιοδότησης λόγω γήρατος ή αναπηρίας. Εάν τα πρόσωπα αυτά διακόψουν την προαιρετική τους ασφάλιση χωρίς να θεμελιωθεί συνταξιοδοτικό δικαίωμα, τότε για το χρόνο προαιρετικής ασφάλισης πριν και μετά την 1/1/2017 θα λάβουν προσαύξηση της ανταποδοτικής σύνταξης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 5 του κοινοποιούμενου άρθρου.

Πηγή: Taxheaven

I am text block. Click edit button to change this text. Lorem ipsum dolor sit amet, consectetur adipiscing elit. Ut elit tellus, luctus nec ullamcorper mattis, pulvinar dapibus leo.